- μοίρασμα
- τό1) раздел, делёж; 2) раздача; распределение; 3) распространение (прокламаций и т. п.); 4) сдача (карт)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοίρασμα — το (Μ μοίρασμα) [μοιράζω] χωρισμός σε μερίδα και διανομή, μοιρασιά μσν. διάταξη, σειρά … Dictionary of Greek
μοίρασμα — το, ατος η μοιρασιά, η διανομή: Το μοίρασμα της αλληλογραφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
αδελφομοιρασιά — και αδερφομοφασιά, η [αδελφομοιράζω] 1. διανομή, μοίρασμα πατρικής κληρονομιάς ανάμεσα σε αδέλφια 2. το κτήμα που προέρχεται από τέτοια διανομή … Dictionary of Greek
αμόντε — επίρρ. 1. μάταια, εις μάτην 2. φρ. «πηγαίνω αμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι «πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a monte] … Dictionary of Greek
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek
διάδοση — η (AM διάδοσις) μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση νεοελλ. ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση αρχ. 1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα 2. επικοινωνία 3. ανταλλαγή … Dictionary of Greek
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek
διαμοιρασμός — ο και διαμοίραση, η [διαμοιράζω] χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους … Dictionary of Greek